- ακραγης
- ἀκραγήςἀ-κρᾰγής2безмолвный, молчаливый, по друг. ἀκρ-ᾰγής 2 неистовый, бешеный
(κύνες Διός Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(κύνες Διός Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ακραγής — ἀκραγής, ὲς (Α) 1. αυτός που δεν κράζει, δεν γαβγίζει 2. φρ. «ἀκραγεῑς κύνες», γρύπες, μυθικά όντα με σώμα λιονταριού και κεφάλι και φτερά αετού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ἔκραγον, κράζω] … Dictionary of Greek
ἀκραγής — not barking masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκραγεῖς — ἀκραγής not barking masc/fem acc pl ἀκραγής not barking masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκραγές — ἀκραγής not barking masc/fem voc sg ἀκραγής not barking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)